ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Προσφέρουμε μεμονωμένες λύσεις για διαφορετικούς τομείς.

Κομποστοποίηση Βιοαποβλήτων

Τι είναι η «κομποστοποίηση» [1]

Η αερόβια θερμόφιλη αποσύνθεση ή αποικοδόμηση ή χώνευση που επικράτησε με τον όρο «κομποστοποίηση» είναι μια βιολογική διεργασία κατά την οποία μια ευρεία κοινότητα από μικροοργανισμούς του εδάφους (βακτήρια, ακτινομύκητες, μύκητες, πρωτόζωα) και σε αρχικά και τελικά στάδια ορισμένα ασπόνδυλα, μετατρέπουν υπό ελεγχόμενες συνθήκες, τα οργανικά υλικά σε ετεροπολυμερή προϊόντα σκοτεινού χρώματος και κολλοειδούς φύσεως γνωστά ως χουμικές ουσίες ή χούμος[2]. Κατά τη διάρκεια της «κομποστοποίησης» οι μικροοργανισμοί καταναλώνουν οξυγόνο (O2) «τρεφόμενοι» από τα οργανικά υλικά. Τα οξειδώνουν προκαλώντας εξώθερμες ενζυμικές οξειδωτικές αντιδράσεις και απελευθερώνοντας σημαντικά ποσά θερμότητας που εγκλωβίζεται στους κομποστοσωρούς προκαλώντας αντίστοιχη αύξηση της θερμοκρασίας. Ταυτόχρονα μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και εξατμισμένου νερού (H2O) εκλύονται στην ατμόσφαιρα. Η «κομποστοποίηση» μειώνει τον όγκο και τη μάζα των αρχικών οργανικών υλικών και τα μετασχηματίζει σε σταθεροποιημένη οργανική ύλη η οποία δεν επιδέχεται περαιτέρω ταχεία διάσπαση. Ο όγκος του ώριμου και σταθεροποιημένου «κομπόστ» (τελικό προϊόν) είναι κατά 50% ή και περισσότερο μειωμένος σε σχέση με τον όγκο των αρχικών υλικών της «κομποστοποίησης».

Η απρόσκοπτη δράση των μικροοργανισμών απαιτεί ειδικές συνθήκες όσον αφορά τα επίπεδα θερμοκρασίας, υγρασίας και αερισμού όπως επίσης και συγκεκριμένη περιεκτικότητα, των προς κομποστοποίηση υλικών, σε κάποια χημικά στοιχεία. Ο άνθρακας (C), το άζωτο (N), ο φωσφόρος (P) και το κάλιο (K) αποτελούν τα κύρια θρεπτικά στοιχεία που χρειάζονται οι μικροοργανισμοί οι οποίοι εμπλέκονται στην «κομποστοποίηση». Όμως, εκτός από πολύ ειδικές περιπτώσεις, τα κρίσιμα στοιχεία φαίνεται ότι είναι μόνο δύο, ο άνθρακάς και το άζωτο. Οι μικροοργανισμοί χρησιμοποιούν τον άνθρακα ως πηγή ενέργειας αλλά και ως βασική δομική τους μονάδα ενώ το άζωτο για το σχηματισμό πρωτεϊνών και την αναπαραγωγή τους. Ως γενικός κανόνας, ένας ισορροπημένος λόγος C/N γύρω στο 25 είναι αρκετά υψηλός ώστε να εξασφαλίζει ότι δεν θα υπάρξει ανεπάρκεια άνθρακα (που θα είχε ως αποτέλεσμα επιβράδυνση της κομποστοποίησης) και όχι υπερβολικά χαμηλός (που θα οδηγούσε σε περίσσεια και τελικές απώλειες αμμωνιακού αζώτου). Ο επαρκής αερισμός (Ο2>5%)για να μην επικρατήσουν αναερόβιες συνθήκες[3] και ένα ελάχιστο ποσοστό υγρασίας (συνήθως ανάμεσα στο 30-70% της ικανότητας συγκράτησης υγρασίας των κομποστοσωρών)είναι απαραίτητα για τη λειτουργία των μικροοργανισμών και των ενζυμικών συστημάτων τους. Οι κατάλληλες συνθήκες υγρασίας και αερισμού επιτυγχάνονται μετά από προσεκτική επιλογή των υλικών και της κοκκομετρίας των μειγμάτων χρησιμοποιώντας παράλληλα και ορισμένα μηχανικά μέσα υποστήριξης του αερισμού (μηχανική ανάδευση των σωρών ή εξαναγκασμένος αερισμός μέσω σωλήνων). Σε υλικά με επαρκές πορώδες η αρχική υγρασία των μειγμάτων των υλικών είναι συνήθως 55-60%[4], επειδή η «κομποστοποίηση» είναι μια διαδικασία έμμεσης ξήρανσης εξαιτίας της παραγόμενης θερμότητας από τη δράση των μικροοργανισμών.

Μία τυπική ταξινόμηση των σταδίων της «κομποστοποίησης» ανάλογα με τις επικρατούσες θερμοκρασίες προτείνεται σε έκδοση του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας[5]. Σύμφωνα με αυτή η κομποστοποίηση ξεκινά αμέσως μόλις τα κατάλληλα υλικά συνδυαστούν σε σειράδια (σωροί) όπου τις πρώτες 1-2 ημέρες επικρατούν θερμοκρασίες περιβάλλοντος έως 22oC (ψυχροφιλικό στάδιο) και πραγματοποιείται ο εγκλιματισμός και ο αρχικός αποικισμός των υλικών από τους μικροοργανισμούς. Στο δεύτερο στάδιο το επονομαζόμενο ως μεσοφιλικό (22oC-40oC) διαρκεί 3-4 ημέρες και επιτρέπει τη δράση των μεσόφιλων μικροοργανισμών οι οποίοι αποσυνθέτουν με ταχείς ρυθμούς τις εύκολα διασπώμενες ουσίες (σάκχαρα, πρωτεΐνες, αμινοξέα, οργανικά οξέα κ.α.). Τις επόμενες 15-20 ημέρες και ανάλογα με τη σύνθεση των αρχικών υλικών εξελίσσεται η θερμοφιλική φάση της «κομποστοποίησης» λόγω της αυξημένης θερμοκρασίας των σειραδίων (40oC-65oC) από τη δράση των μικροοργανισμών. Σε αυτό το στάδιο αναλαμβάνουν οι θερμόφιλοι μικροοργανισμοί οι οποίοι επιταχύνουν τη διάσπαση των πρωτεϊνών και των λιπών ενώ παράλληλα αποικοδομούν σύνθετους υδατάνθρακες όπως οι κυτταρίνες και οι ημικυτταρίνες. Στο ίδιο στάδιο επιτυγχάνεται και η υγειονοποίηση του υλικού, καθώς σε θερμοκρασίες σταθερά μεγαλύτερες των 55oC καταστρέφονται τα περισσότερα κοινά παθογόνα  και οι σπόροι των ζιζανίων. Στο σημείο αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή να μην αναπτυχθούν θερμοκρασίες  μεγαλύτερες των 65oC στα σειράδια διότι στην περίπτωση αυτή θα καταστραφούν και πληθυσμοί θερμόφιλων μικροοργανισμών με επακόλουθη μείωση των ρυθμών αποδόμησης των υλικών. Μετά από επαναλαμβανόμενες αναμοχλεύσεις των κομποστοσωρών με επακόλουθες επαναλήψεις της θερμοφιλικής φάσης  η διαδικασία εισέρχεται στη δεύτερη μεσοφιλική φάση (ωρίμανση υλικού) που διαρκεί περισσότερες από 30 ημέρες με θερμοκρασίες σειραδίων μικρότερες των 40oC. Κατά το τελευταίο αυτό στάδιο μειώνεται η βιολογική δραστηριότητα ενώ συνεχίζεται η αποικοδόμηση ουσιών όπως το άμυλο και η κυτταρίνη μέχρι να παραμείνουν στα σειράδια ουσίες που δεν μπορούν να αποικοδομηθούν περισσότερο (χουμικά κολλοειδή συνδεδεμένα με ανόργανα στοιχεία και χούμος).

«Κομποστοποίηση» βιοαποβλήτων στην Ελλάδα

Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας[6] το 44,8% του συνόλου των ετησίως παραγόμενων αστικών στερεών αποβλήτων (ΑΣΑ) στην Ελλάδα (5,8 εκ. τόνοι) είναι βιοαπόβλητα[7]. Βάσει της εθνικής νομοθεσίας[8] οι Δήμοι και οι Περιφέρειες της χώρας οφείλουν να προετοιμαστούν για να εφαρμόσουν το 2020 τη διαδικασία της χωριστής συλλογής[9] σε τουλάχιστον 260.000 τόνους βιοαποβλήτων. Το υπό δημόσια διαβούλευση (Ιούνιος 2015) Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων[10] (ΕΣΔΑ) υιοθετώντας τη στρατηγική της χωριστής συλλογής και ανάκτησης των βιοαποβλήτων θέτει ως ακριβή ποσοτικό στόχο χωριστής συλλογής για το 2020 το 40% του συνολικού τους βάρους αυξάνοντας τα βιοαπόβλητα, που θα ακολουθήσουν τη διαδικασία και δεν θα οδηγηθούν σε ταφή, στους 1.000.000 τόνους κατά προσέγγιση. Παράλληλα το νέο ΕΣΔΑ προβλέπει την επεξεργασία των χωριστά συλλεγέντων βιοαποβλήτων με σκοπό την παραγωγή κομπόστ, ποιοτικών προδιαγραφών, σύμφωνα με διεθνή ή και εθνικά πρότυπα. Η διαδικασία της χωριστής συλλογής των βιοαποβλήτων προωθείται κυρίως μέσω της οικιακής και επιτόπιας κομποστοποίησης ενώ ειδική μέριμνα λαμβάνεται για την οργάνωση της διαλογής στην πηγή (χώροι πρασίνου, ξενοδοχεία, στρατόπεδα, λαϊκές αγορές, κ.α.)[11]. Από την αποτίμηση της παρούσας κατάστασης με δεδομένα του έτους 2011[12] διαπιστώνεται ότι σε επίπεδο χώρας η ανάκτηση μέσω χωριστής συλλογής των οργανικών υλικών (κομποστοποίηση ή και ενεργειακή ανάκτηση) κινείται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα που αντιστοιχούν μόλις στο 3% (174.000 τόνοι) των συνολικά παραγόμενων ΑΣΑ της προαναφερόμενης χρονιάς. Η μετάβαση από την ανάκτηση με χωριστή συλλογή των 174.000 τόνων του 2011 στους  1.000.000 τόνους του 2020 απαιτεί την ανάληψη σημαντικών πρωτοβουλιών της τοπικής αυτοδιοίκησης καθώς και όσων ιδιωτικών φορέων παράγουν σημαντικές ποσότητες οργανικών υλικών με σκοπό την άμεση αξιοποίηση των αποβλήτων τους πάντοτε σε συνεργασία με τους ειδικούς του τομέα.

Η επιβλεπόμενη επιστημονικά «κομποστοποίηση» είναι δυνατόν να αποτελέσει μια αξιόπιστη και περιβαλλοντικά ασφαλή διαδικασία αξιοποίησης, ανακύκλωσης, και ανάκτησης της ενέργειας των βιοαποβλήτων στην Ελλάδα που θα συντελέσει καθοριστικά στην αποφόρτιση των ΧΥΤΑ. Τα είδη και η σύνθεση των βιοαποβλήτων των ΑΣΑ (κοπές χλοοτάπητα, ξυλώδη υπολείμματα κλαδευμάτων, φύλλα κ.λπ.) επιτρέπουν τη χρήση τους ως πρώτων υλών στα μείγματα των σειραδίων της αερόβιας αποικοδόμησης αφού κατάλληλα συνδυασμένα πληρούν όλες τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις πορώδους, περιεκτικότητας σε υγρασία και λόγων C/N. Το μόνο που απομένει είναι η αναζήτηση και η συνεργασία με τις κατάλληλες επιχειρήσεις που διαθέτουν σημαντική εμπειρία και τεχνογνωσία στη διαδικασία της «κομποστοποίησης» και στην ασφαλή διαχείριση των αρχικών υλικών

[1] Η ενότητα αυτή χρησιμοποιεί πληροφορίες κυρίως από: Rynk R., M. van de Kamp, G.B. Willson, M.E. Singley, T.L. Richard, J.J. Kolega, F.R. Gouin, L. Laliberty, Jr., K. Day, D.W. Murphy, H.A.J. Hoitink, and W.F. Brinton,  1992. On-Farm Composting Handbook. NRAES, Cornell University, Ithaca, NY.

[2]Μπόβη Κ. και Ασημακόπουλου Ι., 1993. Βασικές έννοιες εδαφολογίας. Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

[3] Τότε αναλαμβάνουν άλλοι μικροοργανισμοί και εξελίσσονται άλλες βιοχημικές αντιδράσεις χαρακτηριστικά της αναερόβιας αποικοδόμησης.

[4] Cornell Waste Management Institute, 1996. http://compost.css.cornell.edu/calc/rightmix.html

[5] ΕΠΠΕPAA-Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη, 2014. Οδηγός λειτουργίας ανοικτών εγκαταστάσεων κομποστοποίησης (αερόβια επεξεργασία) προδιαλεγμένων βιοαποβλήτων.

[6],11 ΕΠΠΕPAA-Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη, 2014. Οδηγός λειτουργίας ανοικτών εγκαταστάσεων κομποστοποίησης (αερόβια επεξεργασία) προδιαλεγμένων βιοαποβλήτων.

[7] «τα βιοαποδομήσιμα απόβλητα κήπων και πάρκων, τα απορρίμματα τροφών και μαγειρείων από σπίτια, εστιατόρια, εγκαταστάσεις ομαδικής εστίασης και χώρους πωλήσεων λιανικής και τα συναφή απόβλητα από εγκαταστάσεις μεταποίησης τροφίμων», Νόμος 4042/2012, Άρθρο 11, Φ.Ε.Κ. τ.Α/24/13-2-2012.

[8] Νόμος 4042/2012, Άρθρο 41, Φ.Ε.Κ. τ.Α/24/13-2-2012.

[9] Χωριστή συλλογή: η συλλογή όπου μια ροή αποβλήτων διατηρείται χωριστά με βάση τον τύπο και τη φύση για να διευκολυνθεί η ειδική επεξεργασία», Νόμος 4042/2012, Άρθρο 11, Φ.Ε.Κ. τ.Α/24/13-2-2012.

[10],12 http://www.opengov.gr/minenv/wp-content/uploads/downloads/2015/06/paragogikhsanasygkrothsh.pdf.

 

Διαχείριση μη επικινδύνων Αποβλήτων

Είναι γνωστό σε όσους ασχολούνται υπεύθυνα με τον τομέα του αστικού και περιαστικού πρασίνου ότι η ισχύουσα κοινοτική και εθνική νομοθεσία επιβάλλει αυστηρούς κανόνες και όρους όσον αφορά στη διαχείριση των μη επικίνδυνων στερεών αποβλήτων. Ως εκ τούτου δημιουργεί στους αρμόδιους φορείς αλλά και στους επαγγελματίες κατασκευαστές και συντηρητές χώρων πρασίνου σημαντικές υποχρεώσεις διαχείρισης της αποβαλλόμενης βιοαποικοδομήσιμης φυτικής βιομάζας.

Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει ήδη θέσει τους στόχους των κρατών-μελών της ως προς την επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση και ανάκτηση άλλων υλικών εκτός από χαρτί, μέταλλο, πλαστικό και γυαλί προτρέποντας σε αύξηση ως προς το βάρος αυτών των υλικών τουλάχιστον κατά 70% έως το 2020[1]. Η Εθνική νομοθεσία υποχρεώνει σε μείωση της συνολικής κατά βάρος ποσότητας των βιοαποικοδομήσιμων αστικών αποβλήτων που καταγράφτηκε το 1995 και εναποτίθεται σε Χ.Υ.Τ.Α[2] θεσπίζοντας τρείς ημερομηνίες ορόσημα[3]. Σύμφωνα με αυτές ορίζεται ως τελική καταληκτική ημερομηνία η 16η Ιουλίου του 2020 κατά την οποία θα πρέπει να έχει επιτευχθεί μείωση των ποσοτήτων των βιοαποικοδομήσιμων αστικών αποβλήτων που διατίθενται σε Χ.Υ.Τ.Α. αντίστοιχη του 35% της συνολικής ποσότητας του 1995. Είναι προφανές λοιπόν ότι αρχικά και σε επίπεδο στόχων προωθούνταν και θα προωθηθούν περισσότερο έντονα τα επόμενα χρόνια οι διεργασίες αξιοποίησης των βιοαποικοδομήσιμων αστικών αποβλήτων και ειδικότερα η ανακύκλωση, η λιπασματοποίηση και η παραγωγή βιοαερίου.

Εξετάζοντας λίγο βαθύτερα τις δεσμεύσεις που δημιουργεί η νομοθεσία διαπιστώνεται ότι τα κράτη-μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν μέσω των αρμόδιών αρχών τους την κατάρτιση ενός η περισσότερων σχεδίων διαχείρισης αποβλήτων που μόνα τους ή συνδυασμένα ανά γεωγραφική οντότητα να καλύπτουν ολόκληρη τη γεωγραφική επικράτεια1. Στη βάση αυτή οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες[4] να καταρτίσουν Εθνικό[5] και λεπτομερέστερα Περιφερειακά Σχέδια Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων[6]. Τα κράτη-μέλη επίσης υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι η διάθεση ή η αξιοποίηση των αποβλήτων πραγματοποιείται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία του ανθρώπου και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή μέθοδοι που ενδέχεται να βλάψουν τους φυσικούς πόρους, την πανίδα και τη χλωρίδα του περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου κάθε κάτοχος αποβλήτων να τα παραδίδει σε ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα συλλογής ή σε επιχείρηση που διεξάγει εργασίες αξιοποίησης και διάθεσης αποβλήτων ή να εξασφαλίζει ο ίδιος την αξιοποίηση ή τη διάθεσή τους[7]. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι στις εργασίες αξιοποίησης μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνεται και η λιπασματοποίηση, αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τους επαγγελματίες των χώρων πρασίνου καθώς ανακτάται σε μεγάλο βαθμό η ενέργεια του απορριπτόμενου υλικού (φυτική βιομάζα) και επαναχρησιμοποιείται από τους ίδιους. Υπεύθυνοι4 για τη συλλογή και τη μεταφορά των μη επικίνδυνων στερεών αποβλήτων μεταξύ των οποίων και των αποβλήτων από γεωργικές δραστηριότητες και κηπευτική είναι οι Ο.Τ.Α.[8] πρώτου βαθμού (Δήμοι) ενώ υπόχρεοι φορείς για την προσωρινή αποθήκευση, μεταφόρτωση, αξιοποίηση και διάθεσή τους είναι οι ΦΟ.ΔΙ.Σ.Α.[9]. Τα διάφορα έργα αποθήκευσης και αξιοποίησης μη επικίνδυνων στερεών αποβλήτων δημόσια ή ιδιωτικά κατατάσσονται σε ομάδες για τη διευκόλυνση του καθορισμού προδιαγραφών για τις μελέτες (Μ.Π.Ε.) και τις προμελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων[10]. Σύμφωνα με την εν λόγω κατηγοριοποίηση[11] διακρίνονται τρεις ομάδες έργων με τα έργα της κατηγορίας Α να προκαλούν σημαντικές επιπτώσεις και να απαιτούν σύνταξη Μ.Π.Ε. προκειμένου να επιβάλλονται ειδικοί όροι και περιορισμοί για την προστασία του περιβάλλοντος και τα έργα της κατηγορίας Β να μην προκαλούν τόσο σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Τα έργα της κατηγορίας Α διαφοροποιούνται περαιτέρω σε έργα της υποκατηγορίας Α1 που προκαλούν πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και για τα οποία είναι υπεύθυνο απευθείας το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και έργα της υποκατηγορίας Α2 που προκαλούν  σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αποτελούν αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Τα έργα της κατηγορίας Β δεν απαιτούν Μ.Π.Ε., υπόκεινται όμως σε Π.Π.Δ.[12] και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας. Ειδικά για τις μεμονωμένες εγκαταστάσεις παρασκευής εδαφοβελτιωτικών ή και οργανοχουμικών λιπασμάτων από στερεά και υγρά μη επικίνδυνα απόβλητα η υποκατηγορία Α1 καθορίζει ημερήσια ποσότητα εισερχόμενων αποβλήτων μεγαλύτερη των 20 τόνων[13]. Το περιεχόμενο των Μ.Π.Ε. και οι προϋποθέσεις για την έκδοση αποφάσεων έγκρισης περιβαλλοντικών όρων[14] όσον αφορά την ίδρυση μονάδων εργασιών διαχείρισης και αξιοποίησης αποβλήτων είναι γνωστά[15],[16],[17] και επιτρέπουν την απρόσκοπτη ανάπτυξη της ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα της διαχείρισης των αποβλήτων.

Το εκτεταμένο θεσμικό πλαίσιο που καλύπτει τον τομέα της διαχείρισης των μη επικίνδυνων στερεών αστικών αποβλήτων που σκιαγραφήθηκε εν συντομία προηγουμένως καταλήγει σε μια σειρά από καθόλου ευκαταφρόνητες κυρώσεις[18] για τους παραγωγούς αποβλήτων στις περιπτώσεις που δεν συμμορφώνονται με αυτό. Πριν όμως από την εφαρμογή της αυστηρής νομοθεσίας για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος το εξαιρετικά επείγον του όλο ζητήματος είναι το να αποτραπούν τέτοιου είδους πρακτικές που οδηγούν σε επιβολή ποινών και αναμφισβήτητα προκαλούν ποικίλες περιβαλλοντικές υποβαθμίσεις. Αναντίρρητα οι πραγματικές ανάγκες αξιοποίησης και διάθεσης των αποβλήτων στα αστικά κέντρα καθίστανται καθημερινά ολοένα και μεγαλύτερες. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ κάτοικοι της Αττικής αντιλαμβάνονται κατά περιόδους τα ανυπέρβλητα μέχρι στιγμής προβλήματα της διάθεσης των αποβλήτων στους Χ.Υ.Τ.Α. του λεκανοπεδίου που υποβαθμίζουν την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Αν και η βιοαποικοδομήσιμη φυτική βιομάζα που προκύπτει ως απόβλητη των εργασιών πρασίνου δεν αποτελεί σημαντικό περιβαλλοντικό κίνδυνο υποβάθμισης της ποιότητας των φυσικών πόρων (εδάφους, ατμόσφαιρας ,νερού) εντούτοις κυρίως λόγω του όγκου της καταλαμβάνει πολύτιμο χώρο στο περιορισμένο αστικό περιβάλλον και επιβάλλει την ανάπτυξη διεργασιών μείωσης του μεγέθους της και αξιοποίησής της. Στο πλαίσιο της ιεράρχησης των αποβλήτων[19] με την πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση, ανάκτηση και διάθεσή τους και της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει[20]» όλοι οι ειδικοί του κλάδου της κηποτεχνίας οφείλουμε να προσαρμόσουμε και να επεκτείνουμε τις δραστηριότητές μας στη βάση αυτή. Δεν μένει παρά να επιλέξουμε να υλοποιήσουμε μόνοι μας ή με την ανάπτυξη συνεργασιών κάποια από τις εργασίες αξιοποίησης και ανάκτησης της ενέργειας των μη επικίνδυνων στερεών αποβλήτων που ορίζονται από τη νομοθεσία. Η επιλογή αυτή θα πρέπει να αντιπροσωπεύει το επαγγελματικό μας προφίλ και να αξιοποιεί την επαγγελματική μας εμπειρία στο χώρο με τρόπο που θα επιτρέψει να προσφέρουμε στην αποφόρτιση των Χ.Υ.Τ.Α. και των χώρων εναπόθεσης της απόβλητης φυτικής βιομάζας συνεισφέροντας καθοριστικά στην προστασία του περιβάλλοντος και στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στην πόλη μας.

 

[1] Οδηγία 98/2008

[2] Χώροι Υγειονομικής Ταφής Αποβλήτων

[3] Φ.Ε.Κ. Β/1572/16-12-2002

[4] Φ.Ε.Κ. Β/1909/22-12-2003

[5] Ε.Σ.Δ.Α.

[6] ΠΕ.Σ.Δ.Α.

[7] Οδηγία 12/2006

[8] Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης

[9] Φορείς Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων

[10] Φ.Ε.Κ. Β/1022/5-8-2002

[11] Φ.Ε.Κ. Β/209/21-9-2011

[12] Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις

[13] Υ.Α. 1958/13-1-2012

[14] Α.Ε.Π.Ο.

[15] Φ.Ε.Κ. Α/160/16-10-1986

[16] Φ.Ε.Κ. Α/91/25-4-2002

[17] Φ.Ε.Κ. Α/68/11-3-2005

[18] Φ.Ε.Κ. Α/24/13-2-2012

[19] Οδηγία 98/2008

[20] Φ.Ε.Κ. Α/190/29-9-2009

Βελτίωση ποιότητας Κομπόστ

Τα Δημοτικά Στερεά Απόβλητα (Δ.Σ.Α.) που αποτελούνται κυρίως από απόβλητα «κουζίνας» και απόβλητα φυτικής βιομάζας (30-50% επί του συνόλου των Δ.Σ.Α.) αφού διαχωριστούν κατάλληλα μπορούν να υποβληθούν σε αναερόβια χώνευση για την παραγωγή βιοαερίου ή να κομποστοποιηθούν σε αερόβιες συνθήκες για την παραγωγή οργανικών λιπασμάτων και εδαφοβελτιωτικών. Μια σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο διεργασιών είναι ότι η λιγνίνη του ξυλώδους κλάσματος της αποβαλλόμενης φυτικής βιομάζας των Δ.Σ.Α. δεν είναι δυνατόν να αποικοδομηθεί αναερόβια. Η κομποστοποίηση και η χώνευση μειώνουν τον όγκο του υλικού και ελαχιστοποιούν την περαιτέρω αποικοδόμησή του (σταθεροποίηση υλικού) με αποτέλεσμα να μειώνονται οι κίνδυνοι από διαφυγές αερίων στην ατμόσφαιρα και από εκπλύσεις ενώσεων και στοιχείων στα εδάφη. Όμως η οριστική απόφαση για το ποια διαδικασία θα εφαρμοσθεί εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες του Δήμου και από τη σύνθεση των Δ.Σ.Α.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) η κομποστοποίηση έχει αποσπάσει ένα έντονο και εκτεταμένο ενδιαφέρον ως μέσο αντιμετώπισης των σύγχρονων προκλήσεων διαχείρισης αποβλήτων ιδιαίτερα για τη μείωση των ποσοτήτων των αποβλήτων που θάπτονται σε Χ.Υ.Τ.Α[1] και του εκλυόμενου μεθανίου (CH4) από την αποικοδόμηση των θαμμένων οργανικών υλικών στους Χ.Υ.Τ.Α. Επίσης η παραγωγή κομπόστ θεωρείται μια εξαιρετική ευκαιρία δημιουργίας ενός προϊόντος το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί με τρεις διαφορετικές χρήσεις ως συστατικό υποστρωμάτων καλλιεργειών, ως οργανικό λίπασμα ή ως εδαφοβελτιωτικό. Η εφαρμογή του κομπόστ συνήθως βελτιώνει τις φυσικές, βιολογικές και χημικές ιδιότητες των εδαφών. Η επαναλαμβανόμενη χρήση του στα εδάφη αυξάνει την περιεκτικότητα σε οργανική ουσία, μειώνει τον κίνδυνο διαβρώσεων ενώ ταυτόχρονα αυξάνει την ικανότητα συγκράτησης ύδατος και θρεπτικών στοιχείων. Παρόλο που το κομπόστ χρησιμοποιείται συχνά ως οργανικό λίπασμα χρειάζεται προσοχή όταν εφαρμόζεται σε καλλιέργειες διότι γενικά υστερεί στην παροχή αφομοιώσιμου από τα φυτά αζώτου (Ν) τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα[2]. Επομένως όταν χρησιμοποιείται ως λίπασμα σε γεωργικές εφαρμογές είναι απαραίτητο να ελέγχονται εκτός του pH, της κοκκομετρικής σύστασης, της οργανικής ουσίας και η περιεκτικότητά του σε ορισμένα βασικά στοιχεία θρέψης των φυτών (N, P, K, Mg, Ca). Άλλα βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνα τους ή σε συνδυασμό με το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των Δ.Σ.Α. για την παραγωγή κομπόστ είναι τα εμπορικά απορρίμματα τροφίμων (απόβλητα εστίασης), τα υπολείμματα από τη δασοκομία (φλοιοί δένδρων, ξυλώδη υπολείμματα), τα γεωργικά απόβλητα (περιττώματα ζωϊκών μονάδων, υπολείμματα καλλιεργειών κ.α.), τα απόβλητα της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών (ζυθοποιεία, οινοποιεία, φρούτα και λαχανικά, υπολείμματα σφαγείων κρεατοπαραγωγής, τυρόγαλο κ.α.) και φυσικά η λυματολάσπη.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Οδηγίας 98/2008 τα παραγόμενα από οποιαδήποτε διαδικασία προϊόντα παύουν να θεωρούνται απόβλητα και μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην εσωτερική αγορά της Ε.Ε. μόνο εφόσον πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια και δεν έχουν δυσμενή αντίκτυπο στο περιβάλλον και στην υγεία του ανθρώπου. Έκτοτε και με έναυσμα αυτή τη γενική κατεύθυνση τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. καταβάλλουν προσπάθειες για τη θεσμοθέτηση κανόνων και κριτηρίων που θα ορίζουν με σαφήνεια το πλαίσιο διασφάλισης της ποιότητας του παραγόμενου κομπόστ. Επειδή η δειγματοληψία και οι αναλύσεις προσδιορισμού της ποιότητας του κομπόστ διεξάγονται στη βάση της εθνικής νομοθεσίας του κάθε κράτους-μέλους δεν υπάρχει συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Για το λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (C.E.N.[3]) συγκρότησε μια ομάδα εργασίας με στόχο την δημιουργία οριζόντιων προτύπων στους τομείς της λυματολάσπης, των βιοαποβλήτων και του εδάφους και τα τελικά πρότυπα που προέκυψαν αποτυπώνονται στον οικείο δικτυακό τόπο[4]. Το 2010 το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Κομποστοποίησης (E.C.N.[5])εισήγαγε ένα ευρωπαϊκό σύστημα διασφάλισης της ποιότητας εκδίδοντας παράλληλα και το αντίστοιχο εγχειρίδιο διαδικασιών το οποίο περιλαμβάνει τις κοινοτικές απαιτήσεις για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των εθνικών οργανισμών διασφάλισης της ποιότητας και των μονάδων κομποστοποίησης. Τα προαναφερόμενα τελικά πρότυπα αφορούν τον τρόπο δειγματοληψίας και την εξακρίβωση της ποιότητας με χρήση ενός συνόλου 34 ελέγχων οργανικών, ανόργανων, βιολογικών και υγειονομικών παραμέτρων, ιδιοτήτων και παραγόντων (Πίνακας 1).

Πίνακας 1: Σύνολο οργανικών και ανόργανων παραμέτρων και βιολογικών και υγειονομικών παραγόντων που εξετάζονται στο πλαίσιο διασφάλισης της ποιότητας του κομπόστ.

α/α Οργανικές Ανόργανες Βιολογικοί Υγειονομικοί
1 Προσροφήσιμα οργανικώς δεσμευμένα αλογόνα Ξηρά ουσία Βιώσιμοι σπόροι φυτών ή άλλοι τρόποι αναπαραγωγής Escherichia coli και Salmonella spp.
2 Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες Απώλεια κατά την καύση Προσμίξεις και πέτρες Ανίχνευση και καταμέτρηση της Escherichia coli
3 Πολυχλωριωμένα διφαινύλια Ολικός οργανικός άνθρακας Ανίχνευση και καταμέτρηση της Salmonella spp.
4 Εννεϋλοφαινόλες pH Απομόνωση και καταμέτρηση του Clostridium perfringens
5 Σουλφονικά αλκυλοβενζόλια Ηλεκτρική αγωγιμότητα Ανίχνευση του Clostridium perfringens
6 Φθαλικές ενώσεις Αμμωνιακό και νιτρικό άζωτο Απομόνωση και καταμέτρηση των εντερόκοκκων
7 Προϊόντα φαρμακοβιο-μηχανιών Ολικό άζωτο Ανίχνευση και καταμέτρηση των εντερόκοκκων
8 Πολυβρωμοδι-φαινυλαιθέρες Οργανικό και ανόργανο άζωτο Ανίχνευση και καταμέτρηση ωαρίων έλμινθα
9 Διοξίνες και φουράνια Διαλυτό κλάσμα του νιτρικού οξέος των ιχνοστοιχείων Εξαγωγή των βακτηριοφάγων
10 Διαλυτό κλάσμα του βασιλικού ύδατος των ιχνοστοιχείων Έλεγχοι για την επικύρωση των βιοτεχνολογικών, θερμικών και χημικών διεργασιών για την επεξεργασία ζωϊκών υποπροϊόντων, λυματολάσπης και βιοαποβλήτων ώστε να εξακριβωθεί η υγειονομική ασφάλεια του κομπόστ με έκθεση σε οργανισμούς ή ιούς
11 Προσδιορισμός στοιχείων στο βασιλικό ύδωρ και στο νιτρικό οξύ Έλεγχοι για την επικύρωση των βιοτεχνολογικών, θερμικών και χημικών διεργασιών για την επεξεργασία ζωϊκών υποπροϊόντων, λυματολάσπης και βιοαποβλήτων ώστε να εξακριβωθεί η υγειονομική ασφάλεια του κομπόστ με τον προσδιορισμό του αριθμού των ενδογενών οργανισμών στο υπόστρωμα πριν και μετά την επεξεργασία
12 Προσδιορισμός υδραργύρου στο βασιλικό ύδωρ και στο νιτρικό οξύ

 

Σύμφωνα με τεχνικό κείμενο[6] του Κοινού Κέντρου Ερευνών (Joint Research Center-J.R.C.) της Ε.Ε. οι ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας του παραγόμενου κομπόστ επιβάλλουν να παρουσιάζει μια ελάχιστη περιεκτικότητα σε οργανική ουσία, να μην περιέχει συγκεκριμένα παθογόνα υγειονομικού ενδιαφέροντος, να περιέχει περιορισμένες ποσότητες προσμίξεων που να ανιχνεύονται μακροσκοπικά και να έχει περιορισμένες συγκεντρώσεις ρυπαντών (κυρίως βαρέων μετάλλων). Οι κανονισμοί και τα ποιοτικά κριτήρια για την παραγωγή κομπόστ ποικίλουν σημαντικά από χώρα σε χώρα με αποτέλεσμα κάπου μεταξύ των προαναφερόμενων πολλαπλών ελέγχων (Πίνακας 1) και των ελάχιστων απαιτήσεων να κινούνται όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Υπάρχουν χώρες όπου η χρήση του κομπόστ αποτελεί αντικείμενο ενός σύνθετου δικτύου κανονισμών εθνικού και περιφερειακού επιπέδου (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία) και χώρες όπου το κομπόστ μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς ιδιαίτερες νομικές κατευθύνσεις (Ελλάδα, Πορτογαλία, Σλοβενία). Σε αρκετές χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα το κομπόστ θεωρείται απευθείας ως οργανικό λίπασμα ή εδαφοβελτιωτικό και υπόκειται στους κανονισμούς των λιπασμάτων με τη σιωπηρή παραδοχή ότι δεν αποτελεί απόβλητο. Ο κύριος περιορισμός στις χώρες της Ε.Ε. συνήθως αφορά την επιτρεπόμενη ποσότητα κομπόστ (τόνους ξηράς ουσίας), συσχετισμένη με μια μέγιστη περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα (καθορίζει την κλάση του κομπόστ), η οποία μπορεί να εφαρμοσθεί απευθείας στο έδαφος ετησίως ή σε διάστημα 2-5 ετών. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο περιοριστικός παράγων των εφαρμογών δεν είναι μόνο τα βαρέα μέταλλα αλλά και η περιεκτικότητα σε στοιχεία όπως ο φωσφόρος (P) και το άζωτο (Ν). Φυσικά η χρήση του κομπόστ εκτός από τους περιορισμούς της δοσολογίας εφαρμογής περιορίζεται και από τη γενικότερη περιβαλλοντική πολιτική της Ε.Ε. (Κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής, Πολλαπλή συμμόρφωση κ.λπ.).

Οι αέριες εκπομπές από τις διεργασίες της κομποστοποίησης περιλαμβάνουν διοξείδιο του άνθρακα (CO2), εξάτμιση νερού και αμμωνίας (NH3), πτητικές οργανικές ενώσεις, εναιωρήματα αιωρούμενων σωματιδίων (μύκητες, βακτήρια, ακτινομύκητες, ενδοτοξίνες, μυκοτοξίνες) και σωματίδια. Συνήθως εκλύονται επίσης οξείδιο του αζώτου (NOx) και μεθάνιο (CH4) καθώς δεν είναι βέβαιο ότι πάντα όλα τα υλικά κομποστοποιούνται υπό αερόβιες συνθήκες. Ανάλογα με τα είδη των υλικών προς κομποστοποίηση, σε μη καλά σχεδιασμένες μονάδες, ενδέχεται να υπάρχουν και εκπλύσεις νιτρικών στα εδάφη ή έντονα δυσάρεστες οσμές. Όσον αφορά στις προσμίξεις (μέταλλο, γυαλί, πλαστικό) του τελικού προϊόντος καλό είναι αυτές να διαχωρίζονται από τα άλλα υλικά σε αρχικό στάδιο διότι πέρα από το μη αισθητικό αποτέλεσμα που προκαλείται όταν εντοπίζονται στα εδάφη μετά την εφαρμογή του κομπόστ, ενέχουν κινδύνους τραυματισμών[7]. Η προαναφερόμενη μελέτη του J.R.C. αναφέρει επίσης ότι από τις συγκεντρώσεις σε βαρέα μέταλλα και την περιεκτικότητα σε προσμίξεις προϊόντων κομποστοποίησης από διάφορα υλικά διαχωρισμένα στην πηγή, εκείνα που σε υψηλότερο ποσοστό (90%) βρέθηκαν να είναι εντός των επιτρεπόμενων ορίων αφορούσαν βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα και απόβλητα φυτικής βιομάζας που αποτελούν την κρίσιμη μάζα των Δ.Σ.Α.

Από τα προηγούμενα γίνεται σαφές ότι η παραγωγή ποιοτικού κομπόστ συνιστά μια ιδιαίτερα σοβαρή επαγγελματική δραστηριότητα και μόνο ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από όλους εμάς τους έχοντες την ευθύνη επιχειρήσεων οι οποίες σε μικρό ή μεγάλο βαθμό σχετίζονται με την κομποστοποίηση. Ο σεβασμός στο περιβάλλον αλλά και στην αξιοπιστία των επαγγελματικών μας δραστηριοτήτων αποδεικνύεται όταν πέρα από οποιαδήποτε σημαντική η μη εμπειρία στις διεργασίες της κομποστοποίησης είμαστε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε το απαραίτητο επιστημονικό προσωπικό και να συνάψουμε συνεργασίες με δημόσιους και ιδιωτικούς ερευνητικούς και επιστημονικούς φορείς με στόχο την παραγωγή του καλύτερου ποιοτικά και ασφαλέστερου περιβαλλοντικά τελικού προϊόντος. Από την άλλη πλευρά οι Δήμοι και οι Περιφέρειες της χώρας οφείλουν να αξιολογήσουν τη σημαντική δυνητική ποσοστιαία αναλογία (34.2%[8]) των βιοαποικοδομήσιμων αποβλήτων και των αποβλήτων φυτικής βιομάζας που μπορούν να συγκεντρώνονται για κομποστοποίηση στο σύνολο των Δ.Σ.Α. της Ελλάδας (4.854.000 τόνοι[9]) και να αναγνωρίσουν την αξία της κομποστοποίησης αυτών των υλικών σε σχέση με την επίτευξη των στόχων και των δεσμεύσεων που αναφέραμε σε παλαιότερο άρθρο[10]. Στο σύγχρονο ευρωπαϊκό θεσμικό περιβάλλον του τομέα της κομποστοποίησης όπου αργά ή γρήγορα οι συστάσεις και οι τεχνικές εκθέσεις για την ποιότητα του παραγόμενου κομπόστ θα μετατραπούν σε Κανονισμούς και υπό τις υπάρχουσες συνθήκες στην Ελλάδα είναι απαραίτητο όλοι μαζί να κινητοποιηθούμε το συντομότερο δυνατόν προς αυτή την κατεύθυνση.

[1] Χώροι Υγειονομικής Ταφής Αποβλήτων

[2] Kluge, R., Haber, N., Deller, B., Flaig, H., Schulz, E., Reinhold, J., 2008. Nachhaltige Kompostanwendung in der Landwirtschaft, Abschlussbericht 2008, Landwirtschaftliches Technologiezentrum Augustenberg –LTZ. Karlsruhe

[3] European Committee for Standardization

[4] http://horizontal.ecn.nl/home/

[5] European Compost Network

[6] Saveyn H. and Eder P., 2014. End-of-waste criteria for biodegradable waste subjected to biological treatment (compost & digestate): Technical proposals, JRC Scientific and policy reports, 2014.

[7],8,9 Saveyn H. and Eder P., 2014. End-of-waste criteria for biodegradable waste subjected to biological treatment (compost & digestate): Technical proposals, JRC Scientific and policy reports, 2014.

[10] http://www.ellinikigeorgia.gr/anagkaiotita-diaxeirisis-apovliton-futikis-viomazas-se-dimous-perifereies/

 

About

Παρέχουμε την εξαιρετική υπηρεσία που θα θέλαμε να ζήσουμε οι ίδιοι!

Ας δημιουργήσουμε κάτι απίθανο μαζί.

About
Μετάβαση στο περιεχόμενο